Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Ἅγιος Θεόδωρος: δὲν μπορεί νὰ γαληνέψει ἡ Ἐκκλησία, ἐὰν δὲν «μαθητεύσουν» ὁρισμένοι προηγουμένως στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἐκκλησιολογικὲς θέσεις τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, 
αὐθεντία καὶ πρωτεῖο» τοῦ Βασιλείου Τσίγκου, καθηγητή τῆς Θεολογικῆς ΑΠΘ 
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ὡς σῶμα Χριστοῦ καὶ ὡς χῶρος φανερώσεως τῆς ἐν Ἁγίω Πνεύματι κοινωνίας τῶν μελῶν της, εἶναι ἀκατάλυτη καὶ ἀσάλευτη, ἀδιαίρετη καὶ ἀναλλοίωτη καὶ ἑπομένως καὶ αἰώνια. Πραγματικά, ἐφόσον ἡ προέλευσή της εἶναι θεία καὶ ἀποτελεῖ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀχώριστα ἑνωμένη μὲ τὴν Κεφαλή της, δὲ θὰ ἦταν δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι ἀκατάλυτη καὶ αἰώνια.
...Ὅπως ἐμφανίζεται μέσα ἀπὸ τὰ ἀρκετὰ κείμενά του, ὁ ἱερὸς πατὴρ ἀπὸ πολὺ νωρὶς εἶχε συνειδητοποιήσει πλήρως τὴ θεμελιώδη αὐτὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος βίωνε ἰδιαιτέρως ἔντονα καὶ τὴν καθημερινὴ πραγματικότητα, ἔχοντας ἄμεση ἐμπειρία τῶν διαφόρων προβλημάτων καὶ τῶν αἱρέσεων, ποὺ συχνὰ καταλαιπωροῦσαν τὸν ἐκκλησιαστικὸ...
ὀργνανισμό. Ἐξίσου καλὰ γνώριζε πὼς ἡ ἐπὶ γῆς Ἐκκλησία ἔζησε καὶ θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ μ΄ αὐτὲς τὶς καταστάσεις, καὶ συνεπῶς ὅ,τι συνέβαινε στὶς μέρες του δὲν ἦταν κάτι πρωτόγνωρο γι΄ αὐτήν. Ἀντίθετα, μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας θὰ συνυπάρχουν στοὺς κόλπους της κλητοὶ καὶ ἐκλεκτοί, ἅγια καὶ ἁμαρτωλὰ μέλη, καὶ θὰ συναυξάνουν σιτάρι καὶ ζιζάνια.
Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐπὶ γῆς ἐμφανίσεώς της ἔχει δεχθεῖ ἐπιθέσεις μὲ πολλὰ βέλη, μὲ «τοξεύματα», ἀλλὰ ἔχει παραμείνει ἄθικτη καὶ ἀβλαβὴς «καὶ πύλαι ἅδου κατισχύσαι αὐτῆς οὐ δεδύνηνται». Στὰ στουδιτικὰ συγγράμματα πολὺ συχνὰ γίνεται ἀναφορὰ στὸ εὐαγγελικὸ χωρίο «σὺ εἶ ὁ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρα οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν καὶ πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς», τονίζοντας κάθε φορᾶ ἕνα τμῆμα ἀπὸ τὴ διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Ἀπόστολό Του καὶ δι΄ αὐτοῦ πρὸς ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία. Σύμφωνα μὲ τὴν ἀδιάψευστη ὑπόσχεσή Του, τὰ «στόματα τῶν αἱρετικῶν» δὲν «κατίσχυσαν ἀπ΄ αἰῶνος οὐδ΄ ἂν κατισχύσωσι μέχρι συντελείας πύλαι ἅδου».
...Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἀρνεῖται σιωπηρὰ τὴν ἄποψη ὅτι θὰ μποροῦσε κανεὶς στὴ μακραίωνη ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία νὰ ἐντοπίσει κάποιον «χρυσοῦν αἰώνα» γαλήνης καὶ ἠρεμίας χωρὶς σοβαρὰ προβλήματα. Ὅ,τι καὶ νὰ συμβεῖ, ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει τίποτα νὰ φοβηθεῖ, ἀλλὰ παραμένει «ἄσχιστος καὶ ἀμώμητος... ἕως τοῦ αἰῶνος». Τὰ «ρυπάσματα» δὲν τὴν ἀγγίζουν στὸ ἐλάχιστο, ἀφοῦ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τοὺς θεσμοὺς καὶ τοὺς κανόνες ποὺ διέπουν τὴ ζωή της. Ὅσα ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας πλησιάζουν στὰ «ἀσεβῆ δόγματα καὶ ἀκανόνιστα ἐγχειρήματα» τῶν αἱρετικῶν, οἱ ἴδιοι θὰ κινδυνέψουν σὲ σημεῖο νὰ βρεθοῦν ἀκόμη καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο. Ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία ὁρισμένα μέλη της μὲ τὶς ἐπιλογὲς τους ἐγκαταλείψουν τὸ ἐκκλησιαστικὸ σκάφος, ἡ Ἐκκλησία θὰ συνεχίσει κανονικὰ τὴν ἐπίγεια πορεία της. Θὰ παραμείνει ἀκατάλυτη καὶ αἰώνια, γιατί δὲ θὰ ἔχουν ἐπηρεασθεῖ στὸ ἐλάχιστο τὰ οὐσιώδη «συστατικά» της, ὅπως εἶναι ἡ πίστη, ἡ διδασκαλία, ἡ παράδοση, ἡ θεία Εὐχαριστία, καὶ ὅ,τι ἄλλο καθορίζει τὴν ὕπαρξή της.
...στὰ κείμενα τῆς τρίτης ἐξορίας ἐκφράζεται ἡ σταθερὴ πεποίθηση τοῦ συντάκτη τους ὅτι τελικὰ ὁ Θεὸς ἔχει τὴν πλήρη εὐθύνη ὅλων τῶν πραγμάτων. Εἶναι Αὐτὸς ὁ ὁποῖος μὲ τὴν Πρόνοιά Του ρυθμίζει τὰ πάντα, κατευθύνοντάς τα πρὸς τὸν τελικὸ σκοπό τους, τὴν ἔσχατη ἡμέρα. Ἀνάμεσα στὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Θεὸς ὁρισμένες φορές, προκειμένου νὰ δοκιμάσει τοὺς πιστούς Του, χρειάζεται νὰ «ἐκφράσει» καὶ τὴν ὀργή Του. 
Στὴν προσπάθειά του νὰ δικαιολογήσει τοὺς εἰκονομαχικοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς ἐξορίες ποὺ ὑφίστανται οἱ ὀρθόδοξοι, γράφει ὅτι μᾶς κατέλαβε «ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ», γιατί πληθύνθηκε ἡ ἀνομία καὶ ψυχράνθηκε ἡ ἀγάπη. Ἐνῶ ὅμως μία τέτοια ἁγιογραφικὴ ἑρμηνεία εἶναι πολὺ γενικὴ καὶ θὰ μποροῦσε νὰ ἀξιοποιηθεῖ ὡς ἐξήγηση γιὰ κάθε εἴδους «δοκιμασία», σὲ ἄλλες ἐπιστολὲς γίνεται σαφέστερος, ὅταν ἐπισημαίνει ὅτι τὰ παρόντα δεινὰ εἶναι τιμωρία γιὰ τὴν περιφρόνηση τῶν θείων ἐντολῶν. Προφανῶς ἐδῶ ἀναφέρεται στὴν ὑπόθεση τῆς μοιχείας, κατὰ τὴν ὁποία, σύμφωνα μὲ τὴν ἐκτίμησή του, εἶχε καταλυθεῖ τὸ εὐαγγέλιο στὸ σύνολό του καὶ ἑπομένως αὐτὰ ποὺ ὑφίστανται τώρα εἶναι «ἀμοιβαὶ προλαβόντων ἁμαρτημάτων».
Στὴ στουδιτικὴ διδασκαλία, κάθε αἵρεση εἶναι μία δοκιμασία καὶ μάι παιδευτικὴ «μάστιγα» τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ. ...Ἐφόσον ἀκόμη καὶ ἡ αἵρεση ἐντάσσεται στὸ σχέδιο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας δὲ θὰ πρέπει νὰ ἀνησυχοῦν, ὅταν οἱ αἱρέσεις διαρκοῦν πολύ, ἀφοῦ ἡ χρονικὴ ἔκταση κάθε αἱρέσεως ἐκτείνεται «κατὰ τὰ ἀθεώρητα κρίματα τῆς δικαίας ὀργῆς τοῦ Θεοῦ».
Ἡ ὀρθότερη ἐξήγηση, κατὰ τὸν ἱερὸ πατέρα, γιὰ τὴν πληθώρα τῆς ἀνομίας καὶ τὴν ὕπαρξη τῶν διωγμῶν στὴν ἐποχὴ του εἶναι ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ νὰ ὑπάρξει στὴν Ἐκκλησία ἕνας διαχωρισμὸς καὶ ξεκαθάρισμα τοῦ σιταριοῦ ἀπὸ τὰ ἄχυρα, τῶν πιστῶν ἀπὸ τὰ ζιζάνια. Ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀκόμη καὶ μέσα ἀπὸ τὰ μαρτύρια δοκιμάζει καὶ κοσκινίζει τοὺς πιστούς, γιὰ νὰ πεταχθοῦν ἔξω τὰ ζιζάνια καὶ νὰ ἀπομείνει τὸ καθαρὸ σιτάρι. Βεβαίως δὲν ἔχει σημασία, ἐὰν μετὰ τὸ ξεκαθάρισμα μείνουν ὀλιγάριθμοι πιστοὶ καὶ τὸ σιτάρι εἶναι λιγοστό. 
...γράφοντας στὸν ἀδελφό του Ἰωσὴφ τὸν προτρέπει νὰ χαίρεται, γιατί διαφυλάχθηκαν καὶ ἔχουν προορισθεῖ νὰ δώσουν τὴ μαρτυρία σὲ δύσκολους καιροὺς καὶ νὰ ὑποφέρουν «ὑπὲρ Χριστοῦ».
Σὲ μία ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ διεσκορπισμένους ἀδελφούς του ἐπισημαίνει πὼς ὅσοι θεωροῦν τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ καθυστερημένη, ἂς καταλάβουν ὅτι ἡ μακροθυμία Του χορηγεῖ χρόνια γιὰ τὴ μετάνοια τῶν διωκτῶν καὶ τὴ δοκιμὴ τῶν πασχόντων. Δὲ θὰ πρέπει νὰ ἀποθαρρύνονται καὶ νὰ μὴν ἐξετάζουν «τὰ κρίματα τοῦ Κυρίου», γιατί δὲν ἁρμόζει σὲ εὐγνώμονους δούλους νὰ λένε «μέχρι πότε», ἀλλὰ νὰ λένε «γενηθήτω τὸ θέλημά σου ἐκ καρδίας», καὶ ἔτσι θὰ εἰρηνεύει ἡ ψυχή τους. 
Μέσα ἀπὸ τὰ πολυάριθμα ἐπιστολικὰ κείμενα τῆς τρίτης ἐξορίας προβάλλει ἡ ἀκράδαντη πεποίθηση τοῦ ἁγίου Θεοδώρου ὅτι τὰ μαρτύρια, οἱ διωγμοί, οἱ ἐξορίες καὶ γενικὰ οἱ πειρασμοί, ποὺ ἐμφανίζονται στὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι «εὐδοκία», εἶναι «παραχώρησις» Θεοῦ «κατὰ τὰ ἀθεώρητα αὐτοῦ κρίματα».
Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ γνωρίζει «τὸν ὀφέλιμον καιρὸν καὶ τῆς ἰατρείας καὶ τῆς ἐκτομῆς». Τὰ μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ὀφείλουν νὰ ἀναμένουν καὶ νὰ περιμένουν καρτερικὰ τὸν «ἄριστον καὶ παντεπιστήμονα ἰατρόν», ὁ ὁποῖος δὲ θὰ ἀφήσει τελικὰ τὴν Ἐκκλησία Του νὰ κλυδωνίζεται ἀνάμεσα στοὺς κυματισμοὺς τῆς αἱρέσεως. Σὲ μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐπιστολὲς του γράφει πὼς ἡ εἰκονομαχικὴ αἵρεση θὰ καταργηθεῖ μὲ τὶς πνοὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς θὰ ἐπιτιμήσει αὐτὴ τὴν πονηρὴ αἵρεση, ποὺ μοιάζει μὲ πραγματικὴ θάλασσα μέσα στὴν ὁποία εἴχαμε πολλὰ ναυάγια γύρω ἀπὸ τὴν πίστη. Ἡ γαλήνη τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν τρικυμία τῆς αἱρετικῆς θάλασσας δὲν ἐπανέρχεται ἀμέσως. Θὰ λέγαμε πὼς εἶναι μία μᾶλλον ἐπώδυνη καὶ χρονοβόρα διαδικασία καὶ εἶναι καρπὸς τῆς ἐπανευρέσεως τῆς ἀλήθειας ἀπὸ ὅσους τὴν ἔχασαν ἢ τὴ διέστρεψαν. Γι΄ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὑποστηρίζει πὼς δὲν μπορεί νὰ γαληνέψει ἡ Ἐκκλησία, ἐὰν ὁρισμένοι δὲν «μαθητεύσουν» προηγουμένως στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ἄλλα κείμενα, ὑπονοώντας τὴ γνωστὴ εὐαγγελικὴ εἰκόνα, γράφει πὼς ἀναζητεῖ νὰ βρεῖ κάποιον, ὁ ὁποῖος θὰ ξυπνήσει τὸν Χριστὸ ποὺ «καθεύδει», γιὰ νὰ ἐπιτιμήσει τὴν τρικυμισμένη θάλασσα καὶ νὰ ἀποκαταστήσει «εὐδίαν εἰρηνόδωρον» στὴν Ἐκκλησία. Ὅμως φαίνεται πὼς δὲ βρίσκεται κάποιος ἄξιος νὰ ἀναλάβει αὐτὴν τὴν πρωτοβουλία.
Ἡ ἐπὶ γῆς Ἐκκλησία ἀντλεῖ καὶ ἀπὸ ἀλλοῦ τὴ δύναμή της, καθὼς συνδέεται μὲ τὴν οὐράνιο, τὴν «ἐκκλησία πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων». Ἐκεῖ βρίσκονται τὰ δοξασμένη μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Διαμέσου τῶν αἰώνων ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς «ἐναντίων» καὶ αἱρερικῶν ἔβλαψαν καὶ κατεδίωξαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀντὶ ὅμως, ὅπως νόμιζαν, νὰ καταστείλουν καὶ νὰ μειώσουν τὸ «ὁμολογητικὸν πλήρωμα τοῦ Χριστοῦ», ἀγνοοῦσαν πὼς στὴν πραγματικότητα αὐξανόταν σὲ πλῆθος. Μέσα ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς διάφορες δοκιμασίες ἡ Ἐκκλησία ἀνέδειξε πολλοὺς ἀνθρώπους ἀρετῆς, πίστεως, ἀληθείας, καρτερίας. Μὲ τὴ σθεναρὴ ὁμολογία τῆς πίστεώς τους ἀνδείχθησαν πολυάριθμοι ἀληθινοὶ μοναχοί, «ἀπεικονίσματα τῶν ἁγίων» ἀπὸ παλαιότερες ἐποχές, ἀνεδείχθησαν «ἄνδρες χριστοφόροι, θρέμματα εὐσεβείας, μυρίσματα ἀθανασίας, στηλιτεύματα τοῦ ἐχθροῦ», ἄνθρωποι ποὺ στολίσθηκαν μὲ τὸν ἁμαράντινο τῆς δικαιοσύνης στέφανο καὶ χορεύουν αἰώνια. Αὐτοὶ λοιπόν, κατὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο, εἶναι «τὰ νεῦρα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἑδραίωμα τῆς πίστεως».  Εἶναι ἡ λυχνία ποὺ λάμπει σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, εἶναι ἡ δόξα τῆς ὑφηλίου. Μ΄ αὐτὴ τὴν ἔννοια θὰ λέγαμε πὼς οἱ διωγμοὶ καὶ τὰ μαρτύρια προσέφεραν τελικὰ μέγιστη εὐεργετικὴ ὑπηρεσία στὴν Ἐκκλησία.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος δὲν εὐτύχησε πρὶν τὸ τέλος τῆς ζωῆς του (Νοέμβριος 826) νὰ δεῖ τὴν Ἐκκλησία ἀπαλλαγμένη ἐντελῶς ἀπὸ τὴν Εἰκονομαχία. Ὅπως ἔγραφε χαρακτηριστικά, εἶχε περάσει ὁ χειμώνας, ἀλλὰ δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμη ἡ ἄνοιξη, εἶχε σβήσει ἡ φωτιά, ἀλλὰ παρέμενε ἀκόμη ὁ καπνός. Δὲν εἶχε βρεθεῖ τὸ κατάλληλο πρόσωπο γιὰ νὰ ξυπνήσει τὸν Χριστό, προκειμένου νὰ γαληνέψει ἡ Ἐκκλησία Του. Φαινόταν πὼς ὁ «Χριστὸς ἔτι καθεύδει». Παρὰ ταῦτα, μέχρι καὶ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, διατηροῦσε ἀταλάντευτη τὴν πεποίθησή του ὅτι ἡ Ἐκκλησία ζεῖ καὶ ἀναπνέει μὲ τὴ βεβαιότητα τῆς ὑποσχέσεως τοῦ ἀψευδοῦς Χριστοῦ ὅτι «ἕως συντελείας τοῦ αἰῶνος ἔσεται μεθ΄ ἠμῶν». Συμπερασματικά, τὸ ἀκατάλυτο καὶ αἰώνιο τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦσε γιὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη ἀναπόσπαστο καὶ οὐσιαστικὸ συστατικό τῆς ὑπάρξεώς της. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀκατάλυτη καὶ αἰώνια καὶ ἔτσι θὰ παραμείνει μέχρι τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων.
 
πηγή:  orthodoxia-ellhnismos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας